Σκύλλις — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκύλλιδι — Σκύλλις fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκύλλιδος — Σκύλλις fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκύλλιν — Σκύλλις fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκυλλίτας — α, ὁ, Α (προσωνυμία τού Διονύσου) θεός τής σκυλλίδος («Διονύσῳ Σκυλλίτα χοῑρος καὶ ἔριφος», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < σκυλλίς «κληματίς» + κατάλ. ίτης*] … Dictionary of Greek
δίποινος — (6ος αι. π.Χ.). Γλύπτης από την Κρήτη. Πατέρας του ήταν ο Δαίδαλος, ο οποίος του δίδαξε την τέχνη της γλυπτικής. Ο Δ. άκμασε στα χρόνια της 50ής Ολυμπιάδας (580 560 π.Χ.) και ήταν κυρίως γνωστός στη Σικυώνα, όπου φιλοτέχνησε πολλά αγάλματα… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Ανώγων ή Άναξις — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Κάστορα και της κόρης του Λευκίππου Ιλάειρας. Με το δεύτεροόνομά του τον τιμούσαν στο Άργος όπου, σύμφωνα με την παράδοση, οδήγησαν οι Διόσκουροι τη μητέρα του, ιέρεια της Αρτέμιδος, και την αδελφή της Φοίβη, ιέρεια… … Dictionary of Greek
Αργεία σχολή — Μια από τις τρεις κύριες σχολές της ανδριαντοποιίας, που πρώτοι γνωστοί καλλιτέχνες της είναι οι Κρήτες Δίποινος και Σκύλλις, που έζησαν πριν από το 540 π.Χ. και κατασκεύασαν τα αγάλματα των Διοσκούρων στο Άργος και ένα άγαλμα του Ηρακλή στην… … Dictionary of Greek
Σικυών — I Αρχαία πόλη της βορειοανατολικής Πελοποννήσου, κοντά στο σημερινό Κιάτο (του οποίου ο δήμος ονομάζεται δήμος Σικυώνας· υπάρχει επίσης και σημερινό χωριό με το όνομα Σικυών) στην περιοχή της Σικυωνίας. Η αρχαία Σικυωνία στη βόρεια πλευρά της… … Dictionary of Greek